κραμβοσπάραγον

κραμβοσπάραγον
κραμβο-σπάρᾰγον [σπᾰ], τό,
A sprouting broccoli, Gp.12.1.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κραμβοσπάραγον — κραμβοσπάραγον, τὸ (Μ) ο βλαστός τού φυτού κράμβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβ η + συνδετικό φωνήεν ο + ἀσπάραγον «σπαράγγι»] …   Dictionary of Greek

  • κραμβοσπάραγον — sprouting broccoli neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • κραμβασπάραγος — κραμβασπάραγος, ὁ (Μ) το κραμβοσπάραγον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη «λάχανο» + ἀσπάραγος «σπαράγγι». Βλ. και κραμβοσπάραγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”